- μονόγραμμον
- μονόγραμμοςdrawn with single linesmasc/fem acc sgμονόγραμμοςdrawn with single linesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μονόγραμμος — η, ο (Α μονόγραμμος, ον) αυτός που αποτελείται από μία μόνο γραμμή αρχ. 1. (για ζωγραφιά) αυτή που σύγκειται μόνο, από γραμμές ιχνογράφημα, σκίτσο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μονόγραμμον είδος ιχνογραφήματος που αποτελείται μόνο από γραμμές. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek